Богобрат — (Άδελφόθεος) брат Божий. В Св. Писании неоднократно упоминается о братьях Иисуса Христа (Матф. XIII, 65, Марк. VI, 3. Посл. к Галат. I, 19) и даже некоторые называются по имени, как то: Иаков, Иосия, Симон и Иуда. Братьев этих, по учению… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Jacobus Minor, S. (11) — 11S. Jacobus Minor, Apost. M. (1. Mai, al. 22. Juni etc.). Dieser heil. Aposteldes Herrn, der erste Bischof von Jerusalem, war (vgl. Matth. 10, 3) der Sohn des hl. Alphäus1 (Kleophas) und der hl. Maria, die nach Joh. 19, 25 (Matth. 27, 56) mit… … Vollständiges Heiligen-Lexikon
Judas, S. (4) — 4S. Judas wird am 19. Juni (III. 802) von dem Bollandisten Papebroch als »Apostel aus der Zahl der 72 Jünger« und als »Martyrer zu Arara in Armenien« bezeichnet. Er nimmt nämlich hier das Wort »Apostel« in einem weiteren Sinne, wornach es bei den … Vollständiges Heiligen-Lexikon
братобожьць — БРАТОБОЖЬЦ|Ь (1*), А с. О брате Иисуса Христа: великыи же И˫аковъ братобожець (ὁ ἀδελφόϑεος) ГА XIII XIV, 158в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Άννας — Όνομα αρχιερέων των Ιουδαίων. 1. Ά. ο πρεσβύτερος (αρχές 1ου αι. π.Χ. – αρχές 1ου αι. μ.Χ.). Γιος του Αλεξανδρινού Σεθ ή Σεθί. Διετέλεσε αρχιερέας στο διάστημα μεταξύ 6 και 15 μ.Χ. Σε αυτόν οδηγήθηκε ο Ιησούς για ανάκριση, παρότι δεν ήταν τότε… … Dictionary of Greek
αδελφοθεΐα — ἀδελφοθεΐα, η (Μ) [ἀδελφόθεος] 1. η συγγένεια με τον Θεό 2. η σύνδεση προσώπων «εν Θεώ» … Dictionary of Greek
αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην … Dictionary of Greek
θεάδελφος — θεάδελφος, ὁ (Μ) (για τον απόστολο Ιάκωβο) αδελφόθεος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + αδελφός] … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
Ιάκωβος, άγιος — (; – 62 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Επονομαζόταν αδελφόθεος και Δίκαιος. Αναφέρεται στα Ευαγγέλια ως αδελφός του Ιησού (Μαρκ. στ’ 3, Ματθ. ιγ’ 55). Ωστόσο, επειδή η Εκκλησία θεωρεί αειπάρθενο τη Μαρία, o Ι. πρέπει να ήταν είτε… … Dictionary of Greek